- αδιάστατος
- ος , ον бесконечно малый, лишённый протяжённости
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀδιάστατος — continuous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάστατος — η, ο (Α ἀδιάστατος, ον) αυτός που δεν έχει διαστάσεις ή έκταση, πάρα πολύ μικρός, μικροσκοπικός αρχ. αδιάλειπτος, συνεχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διίστημι. ΠΑΡ. ἀδιαστασία] … Dictionary of Greek
αδιάστατος — η, ο αυτός που δεν έχει διαστάσεις, ο πάρα πολύ μικρός: Μερικοί οργανισμοί είναι τόσο μικροί, που θα μπορούσε να τους πει κανείς αδιάστατους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαστάτως — ἀδιάστατος continuous adverbial ἀδιάστατος continuous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάστατον — ἀδιάστατος continuous masc/fem acc sg ἀδιάστατος continuous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαστάτοις — ἀδιάστατος continuous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαστάτου — ἀδιάστατος continuous masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαστάτους — ἀδιάστατος continuous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαστάτων — ἀδιάστατος continuous masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαστάτῳ — ἀδιάστατος continuous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάστατα — ἀδιάστατος continuous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)